- ζῳηδόν
- ζῳηδόνin the manner of beastsindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωηδόν — ζῳηδόν (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο, κατά τις έξεις τών ζώων, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + επιρρ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βουστροφ ηδόν, πρην ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
ԿԵՆԴԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 1086 Chronological Sequence: 8c, 12c մ. ζωτικῶς vitaliter ζωηδόν animantium more. Որպէս կենդանի. կենդանութեամբ. զօրէն կենդանեաց. *Կենդանապէս պաշտել զքեզ աստուած կենդանի. Լմբ. պտրգ.: *(Զգայութիւնք) հաստատականք կենդանապէս էութեանն. Նիւս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)